- υπερανίσταμαι
- ΜΑστέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ.β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.)μσν.υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.)αρχ.1. φουσκωμένος, φαντασμένος («ταῶς ὑπερανεστηκώς» — φουσκωμένο παγώνι, Φιλόστρ.)2. (το ουδ. τής μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπερανεστηκόςη έπαρση, η αλαζονεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, υψώνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.